συστρατιώτης

συστρατιώτης
ο, ΝΜΑ, θηλ. συστρατιῶτις, -ώτιδος, Α
στρατιώτης που υπηρετεί μαζί με άλλον κατά τον ίδιο χρόνο ή στην ίδια στρατιωτική μονάδα
αρχ.
το θηλ. συμβοηθός, συνεπίκουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + στρατιώτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συστρατιώτης — fellow soldier masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρατιώτης — ο 1. συναγωνιστής. 2. αυτός που υπηρετεί μαζί με άλλον σε μια στρατιωτική μονάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συστρατιῶτα — συστρατιώτης fellow soldier masc voc sg συστρατιώτης fellow soldier masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρατιωτῶν — συστρατιώτης fellow soldier masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρατιῶται — συστρατιώτης fellow soldier masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρατιώταις — συστρατιώτης fellow soldier masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρατιώτην — συστρατιώτης fellow soldier masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρατιώτου — συστρατιώτης fellow soldier masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρατιώτῃ — συστρατιώτης fellow soldier masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστρατιώτας — συστρατιώτᾱς , συστρατιώτης fellow soldier masc acc pl συστρατιώτᾱς , συστρατιώτης fellow soldier masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”